ἀνανταγώνιστος

ἀνανταγώνιστος
ἀνανταγώνιστος
without a struggle
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανανταγώνιστος — η, ο (Α ἀνανταγώνιστος, ον) αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος αρχ. 1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα 2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος 3 …   Dictionary of Greek

  • ἀνανταγωνίστως — ἀνανταγώνιστος without a struggle adverbial ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστον — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc sg ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστου — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστους — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστῳ — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστα — ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστοι — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱԿԱՌԱԿԱՄԱՐՏ — ( ) NBH 1 0177 Chronological Sequence: 6c ա. Որ չունի զհակառակամարտ, կամ զնախանձընդդէմ. եւ անհամեմատ. ἁνανταγώνιστος *Իմաստնոց այլոց, որք զառաքինութիւնսն անհակառակամարտ ընկալան. Փիլ. իմաստն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”